τεκνοφαγίαν

τεκνοφαγίαν
τεκνοφαγίᾱν , τεκνοφαγία
devouring of children
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ορχούμαι — (ΑΜ ὀρχοῡμαι, έομαι) χορεύω («ἠΐθεοι και παρθένοι... ὠρχεῡντ », Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. παριστάνω με όρχηση ή με παντομιμικές κινήσεις («ὀρχεῑσθαι τὴν τοῡ Κρόνου τεκνοφαγίαν», Λουκιαν.) 2. μτφ. σκιρτώ, πηδώ («ὀρχεῑται δὲ καρδία φόβῳ», Αισχύλ.) 3. (για… …   Dictionary of Greek

  • παρορχούμαι — έομαι, Α [ορχούμαι] δεν χορεύω σωστά, παριστάνω κάτι χορευτικώς κατά τρόπο εσφαλμένο («τὴν τοῡ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῑτο», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”